Παραδοσιακά ελληνικά παιχνίδια: Το καλοκαίρι είναι πλέον εδώ! Οι ημέρες μεγαλώνουν, ο καιρός ζεσταίνει και η διάθεση γίνεται καλύτερη όσο ξεμακραίνει το χειμωνιάτικο κρύο. Παλαιότερα, με το που άνοιγε ο καιρός, τα πιτσιρίκια ξεπόρτιζαν από τα σπίτια, για ατέλειωτο παιχνίδι σε δρόμους, πλατείες, αυλές και χωράφια μέχρι αργά το βράδυ.
Παραδοσιακά ελληνικά παιχνίδια και πώς παίζονται
Με μέσα λιγοστά και με μόνους οδηγούς το κέφι, τη φαντασία και την ξενοιασιά, διασκέδαζαν με την αμπάριζα, το κουτσό, τα μήλα, το τσιλίκι, το λεπτό κρεμμύδι, το κορόιδο και τόσα άλλα παιχνίδια που η γενιά μου πρόλαβε οριακά και χάθηκαν και πια δεν σημαίνουν πολλά πράγματα για τα παιδιά μας. Όλα αυτά τα γράφω με αφορμή τη γιορτή στο σχολείο των παιδιών μου, όπου οι μικροί μαθητές έπαιξαν τα παλιά παιχνίδια που δεν γνώριζαν.
Και τα γνώρισαν και τα έμαθαν και μακάρι να συνεχίζουν να τα παίζουν. Ίσως λοιπόν αξίζει ένα ταξίδι στο παρελθόν για να θυμηθούμε κάποια από εκείνα τα αγαπημένα παιχνίδια της γειτονιάς και της παρέας. Πηγαίνετε, μόλις πέσει ο ήλιος, στο κοντινό πάρκο, μαζέψτε τα παιδιά σας και τους φίλους τους, «διδάξτε» τους τα παιχνίδια και, γιατί όχι, παίξτε μαζί τους. Το παιχνίδι, σίγουρα, κάνει καλό!
Περνά- περνά η μέλισσα
Ομαδικό παιχνίδι που παίζεται σε ανοιχτό χώρο από πολλά παιδιά. Δύο παιδιά που είναι οι «μάνες», στέκονται αντιμέτωπες με σηκωμένα χέρια και πλεγμένα δάχτυλα σχηματίζοντας μια «καμάρα». Χτυπούν τις παλάμες τους ρυθμικά και τραγουδούν: Περνά-περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα, με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα. Τα άλλα παιδιά σχηματίζουν μια ουρά και περνούν κάτω από την καμάρα. Όταν το τραγούδι σταματήσει, οι «μάνες» πιάνουν το τελευταίο παιδί της σειράς ανάμεσα στα χέρια τους και το ρωτούν χαμηλόφωνα, ώστε να μην ακούσουν τα άλλα παιδιά, «τι θέλεις; μήλο ή πορτοκάλι;» ή «κίτρινο ή κόκκινο;» ή «Τρίκαλα ή Λάρισα;» κτλ. Οι «μάνες», πριν ακόμα ξεκινήσει το παιχνίδι, έχουν διαλέξει μία από τις δύο επιλογές. Όποιο παιδί πει ότι θέλει μήλο, πηγαίνει πίσω από τη μάνα που έχει το μήλο και όποιο παιδί πει το πορτοκάλι πηγαίνει πίσω από τη μάνα που έχει διαλέξει το πορτοκάλι. Το παιχνίδι αρχίζει ξανά από την αρχή και η διαδικασία γίνεται μέχρι να τελειώσουν όλα τα παιδιά. Στο τέλος σχηματίζονται δύο ομάδες παιδιών καθεμιά με τη δική της μάνα. Οι ομάδες αυτές, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν ίσο αριθμό παιδιών.Στο σημείο αυτό, τα παιδιά γίνονται δύο αλυσίδες αγκαλιάζοντας τις μάνες. Οι δύο μάνες πιάνονται από τα χέρια ή πιάνονται από ένα μικρό ραβδί και τραβιούνται απο τα πίσω παιδιά. Όποια ομάδα τραβήξει την άλλη προς το μέρος της κερδίζει. Έπειτα αλλάζουν οι μάνες και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή. Παραδοσιακά ελληνικά παιχνίδια
Κορόιδο
Παίζεται από τουλάχιστον τρία παιδιά. Για το παιχνίδι χρειάζεται μια μπάλα. Τα παιδιά τα «βγάζουν» και ένα παιδί γίνεται το «κορόιδο». Το παιδί που κάνει το «κορόιδο» έχει σκοπό να πάρει την μπάλα. Τα υπόλοιπα παιδιά παίρνουν θέσεις τριγύρω του και όποιο παιδί κρατά την μπάλα την πετά σε άλλο μόλις πλησιάσει κοντά τους, λέγοντας δυνατά «κορόιδο». Αν το παιδί πιάσει την μπάλα που πέταξε ένα από τα άλλα παιδιά, παίρνει τη θέση αυτού που την πέταξε, και πλέον αυτό γίνεται το «κορόιδο» για τη συνέχεια του παιχνιδιού.
Δεν περνας κυρα Μαρία
Τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο καιπιάνονται από το χέρι. Με λάχνισμα επιλέγεται ένα παιδί που στέκεται στη μέση. Είναι η κυρά Μαρία! Αρχίζουν να γυρίζουν περπατώντας γύρω γύρω και να τραγουδούν ενώ η…κυρα Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους. Τότε λαμβάνει χώρα ο παρακάτω τραγουδιστός διάλογος:
ΠΑΙΔΙΑ: Δεν περνάς κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς,
Δεν περνάς κυρα-Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ.
Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ
Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, δεν περνώ
Θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς
Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Η καλή μου είν’ η π.χ. Μάρθα, δεν περνώ, δεν περνώ
Η καλή μου είν’ η π.χ. Μάρθα, δεν περνώ, περνώ!
Κλέφτες και αστυνόμοι
Για το παιχνίδι αυτό χρειάζονται τουλάχιστον έξι παιδιά. Είναι ένα πολύ συναρπαστικό παιχνίδι και απαιτείται μια ανοικτή επίπεδη έκταση. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η πρώτη, με τα περισσότερα παιδιά, είναι οι κλέφτες και η δεύτερη, με τα λιγότερα, είναι οι αστυνόμοι. Το παιχνίδι κυλά σαν κυνηγητό ανάμεσα στα μέλη των δύο ομάδων, όπου οι αστυνόμοι κυνηγούν τους κλέφτες. Όταν οι κλέφτες θέλουν να ξεκουραστούν, πηγαίνουν σε έναν συγκεκριμένο χώρο που λέγεται σπίτι ή λημέρι. Οι αστυνόμοι πιάνουν έναν κλέφτη αν ακουμπήσουν την πλάτη του. Όταν συμβεί αυτό τον οδηγούν σε έναν χώρο που λέγεται φυλακή και βρίσκεται όσο πιο μακριά γίνεται από το λημέρι. Ένας φυλακισμένος κλέφτης ελευθερώνεται αν ένας σύντροφός του ακουμπήσει το χέρι του. Αν οι φυλακισμένοι κλέφτες είναι αρκετοί μπορούν να κάνουν ένα τέχνασμα. Ενώνουν τα χέρια τους στη σειρά σαν αλυσίδα και απλώνονται όσο πιο έξω από τη φυλακή μπορούν. Ο ελεύθερος κλέφτης που θα ακουμπήσει τον πρώτο φυλακισμένο ελευθερώνει και όλους τους υπόλοιπους που τον κρατούν. Οι αστυνόμοι απαγορεύεται να φρουρούν τους φυλακισμένους. Το παιχνίδι τελειώνει όταν όλοι οι κλέφτες φυλακιστούν, κάτι που δεν συμβαίνει εύκολα!
Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό
Στο παιχνίδι μπορούν να συμμετέχουν αρκετά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ενώ χρειάζεται και ένα μαντίλι. Τα παιδιά βγάζουν με κλήρο τη «μάνα» και, έπειτα, κάθονται κάτω σταυροπόδι σε κύκλο. Έχουν τα χέρια πίσω, με τις παλάμες ανοικτές. Το παιδί που κάνει τη «μάνα» στέκεται αρχικά έξω από τον κύκλο και κρατά το μαντίλι.
Αρχίζει κατόπιν να κινείται γύρω από τον κύκλο τραγουδώντας:
Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό,
έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω,
παπούτσια δε μου πήρε να πάω στον χορό.
Όσο τραγουδά και κινείται γύρω από τον κύκλο, πετά το μαντίλι πίσω από ένα παιδί και συνεχίζει να γυρίζει τραγουδώντας, μέχρι να αντιληφθούν τα παιδιά ότι δεν το κρατά πια. Τότε, το παιδί που κάθεται και αντιλαμβάνεται ότι έχει κοντά του το μαντίλι σηκώνεται και κυνηγά τη «μάνα». Όταν η «μάνα» πιαστεί, κάθεται στη θέση του παιδιού που το έπιασε και εκείνο πλέον κάνει τη «μάνα». Το παιχνίδι συνεχίζεται όσο αντέχει η συντροφιά.
Κουτσό
Χαράζουμε με κιμωλία σε στέρεο έδαφος μερικά συνεχόμενα αριθμημένα τετράγωνα. Η σειρά με την οποία θα παίξουν οι παίκτες καθορίζεται με διάφορους τρόπους. Συνήθως ρίχνουν από μία πέτρα προσπαθώντας να πλησιάσουν ένα συγκεκριμένο σημείο που έχουν προκαθορίσει. Η σειρά βγαίνει με βάση το ποια αμάδα πλησίασε πιο κοντά. Άλλος τρόπος είναι το κλασικό «αμπεμπαμπλόμ». Ο κάθε παίκτης, όταν έρθει η σειρά του, ρίχνει μια μικρή επίπεδη πέτρα ή ένα καπάκι από αναψυκτικό, την «αμάδα» ή «ομάδα» όπως πολύ συχνά παραφράζεται, στο πρώτο τετράγωνο. Μετά πηδάει στο τετράγωνο αυτό στηριζόμενος μόνο στο ένα πόδι. Από την κίνηση αυτή προέρχεται και η ονομασία.
Προσπαθεί να κλοτσήσει την αμάδα έτσι ώστε να περάσει στο επόμενο τετράγωνο. Αν η αμάδα ακουμπήσει σε γραμμή ή βγει από το τετράγωνο που βρίσκεται χωρίς να πάει στο επόμενο ο παίκτης χάνει τη σειρά του. Το παιχνίδι τελειώνει όταν κάποιος φτάσει στο τελευταίο τετράγωνο και βγάλει την αμάδα έξω και αφού παίξουν όλοι οι παίκτες που έχουν σειρά. Αν το παιχνίδι δεν έχει τελειώσει, ο παίκτης που έχει χάσει πριν τη σειρά του πρέπει να πετάξει την αμάδα στο τετράγωνο που βρίσκονταν πριν χάσει. Κάνοντας κουτσό θα πρέπει να περάσει ένα ένα τα τετράγωνα μέχρι να φτάσει στο συγκεκριμένο τετράγωνο από όπου θα συνεχίσει.
Βαρελάκια
Το παιχνίδι είναι απλό. Χρειάζεται όμως το πολύ 5 παίχτες. Οι 4 παίχτες σκύβουν στη σειρά αλλά ο ένας αραιά από τον άλλον. Ο 5ος πηδάει από πάνω τους βάζοντας τα χέρια του στην πλάτη του μπροστινού του, μετά ανοίγει τα πόδια του και περνάει από πάνω. Όταν πηδήξει πάνω από όλους τον έναν μετά τον άλλον, ο τελευταίος πηδάει πάνω απ’ τους άλλους. Χάνει αυτός που θα χάσει την ισορροπία του.
Τα Κεραμιδάκια
Τα παιδιά χαράζουν ένα κύκλο και στο κέντρο στήνουν το ένα πάνω στο άλλο, πέντε κεραμιδάκια. Ύστερα σε απόσταση 5-6 μέτρων, χαράζουν μια γραμμή και χωρίζονται σε δύο ομάδες. Τα παιδιά της πρώτης ομάδας, ένα, ένα, πατώντας στη γραμμή, σημαδεύουν με ένα μικρό τοπάκι τα κεραμιδάκια για να τα γκρεμίσουν. Αν αποτύχουν, έρχεται η σειρά της δεύτερης ομάδας. Όταν κάποιο παιδί τα γκρεμίσει, η ομάδα του τα διασκορπίζει μέσα στον κύκλο για να δυσκολέψει την άλλη ομάδα που, για να κερδίσει, πρέπει να τα ξαναστήσει. Κι ενώ οι παίχτες της δεύτερης ομάδας αγωνίζονται να ξαναστήσουν τα κεραμιδάκια, τα παιδιά της πρώτης ομάδας τους χτυπούν με το τοπάκι για να τους «κάψουν», δηλαδή να τους βγάλουν έξω από το παιχνίδι. Τότε, συχνά, κάποια παιδιά στέκονται επίτηδες να χτυπηθούν για να παρασύρουν το τόπι μακριά και να δώσουν στους δικούς τους καιρό να τελειώσουν το στήσιμο.
Μπιζ
Τα παιδιά μαζεύονται και αποφασίζουν ποιος θα τα «φυλάει». Αυτός λοιπόν κάθεται σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του. Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ’ αριστερά του και ένας απ’ αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στριφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας «Μπιζζ!» όπως κάνει η μέλισσα. Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.
Αμπάριζα
Για το παιχνίδι αυτό χρειάζονται τουλάχιστον οκτώ παιδιά, τα οποία χωρίζονται σε δύο ομάδες. Απαιτείται ανοικτός χώρος και δύο δέντρα ή κολόνες στις άκρες του. Η κάθε ομάδα ορίζει το ένα δέντρο ή τη μία κολόνα σαν το μέρος της, την αμπάριζα. Σ’ αυτήν βρίσκονται οι παίκτες της ομάδας αλλά και οι αιχμάλωτοι παίκτες της άλλης ομάδας. Σκοπός του παιχνιδιού είναι οι παίκτες κάθε ομάδας να προστατεύσουν την αμπάριζά τους. Τα παιδιά ρίχνουν κλήρο για το ποια ομάδα θα ξεκινήσει πρώτη. Ένα από τα παιδιά της πρώτης σε σειρά ομάδας βγαίνει στον χώρο ανάμεσα στις αμπάριζες και ταυτόχρονα βγαίνει ένα παιδί από την άλλη ομάδα. Κινούνται στον χώρο με ελιγμούς προσπαθώντας το ένα να αγγίξει πρώτο το άλλο. Όποιος χάσει αιχμαλωτίζεται και οδηγείται στην αντίπαλη αμπάριζα. Κατόπιν, βγαίνει ένα δεύτερο παιδί τόσο από τη μία όσο και από την άλλη ομάδα και το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι ώσπου να τελειώσουν οι παίκτες. Οι παίκτες που αιχμαλωτίζονται μπορούν να ελευθερώνονται από συμπαίκτη τους που φτάνει έως την αμπάριζα, ένας φυλακισμένος κάθε φορά. Όταν σε κάποια ομάδα μείνει ο τελευταίος παίκτης προσπαθεί να προστατέψει την αμπάριζα ενώ παράλληλα έχει τον νου του μήπως ελευθερώσει τους συμπαίκτες του, αγγίζοντάς στους. Στον τελευταίο αυτόν παίκτη μπορούν να επιτεθούν το πολύ δύο αντίπαλοι. Η ομάδα που νικά είναι αυτή που θα πιάσει αιχμαλώτους όλους τους παίκτες των αντιπάλων. Παραδοσιακά ελληνικά παιχνίδια
Τυφλόμυγα
Για το παιχνίδι αυτό χρειάζονται τουλάχιστον τέσσερα παιδιά ενώ απαιτείται και ένα μαντίλι. Μπορεί να εξελιχθεί τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό χώρο. Τα παιδιά τα «βγάζουν» και στο παιδί που θα χάσει του δένονται τα μάτια με το μαντίλι. Στη συνέχεια, τα υπόλοιπα παιδιά κινούνται γύρω από αυτό, του μιλάνε, του ζητάνε να τα πιάσει κ.λπ. Όταν πιαστεί κάποιο, το παιδί που κάνει την «τυφλόμυγα» προσπαθεί, με τα μάτια κλειστά λόγω του μαντιλιού, να το αναγνωρίσει ψηλαφίζοντας. Αν το καταφέρει, τότε το παιδί που πιάστηκε γίνεται η «τυφλόμυγα» και το παιχνίδι συνεχίζεται.
Πούν’ το δαχτυλίδι
Τα παιδιά μπαίνουν σε κύκλο. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, ψεύτικο ή αληθινό. Έπειτα προσπαθεί να αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
Πουν’ το, πουν’ το
το δαχτυλίδι,
ψάξε, ψάξε
δεν θα το βρεις!
δεν θα το βρεις,
δεν θα το βρεις,
το δαχτυλίδι που ζητείς.
Το κάθενα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το ρίχνει στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.