Matheno.gr
Δωρεάν ψηφιακά σχολικά βοηθήματα, λυσάρια,

Αρχαία ελληνικά – Αναλυτική κλίση ρήματος «λαμβάνω»

0

Αρχαία ελληνικά – Η κλίση του αρχαίου ελληνικού ρήματος “λαμβάνω” (σημαίνει “παίρνω” στα νέα ελληνικά) είναι αρκετά περίπλοκη, καθώς ακολουθεί τις γενικές κανόνες της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, η οποία διαθέτει πολλές μορφές ανάλογα με τον χρόνο, τη φωνή και την εγκλιτική. Ας δούμε την αναλυτική κλίση του ρήματος “λαμβάνω”:

Αρχαία ελληνικά – Αναλυτική κλίση ρήματος «λαμβάνω»

Ενεργητική Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
λαμβάνω, λαμβάνεις, λαμβάνει, λαμβάνομεν, λαμβάνετε, λαμβάνουσι(ν)
Υποτακτική
λαμβάνω, λαμβάνῃς, λαμβάνῃ, λαμβάνωμεν, λαμβάνητε, λαμβάνωσι(ν)
Ευκτική
λαμβάνοιμι, λαμβάνοις, λαμβάνοι, λαμβάνοιμεν, λαμβάνοιτε, λαμβάνοιεν
Προστακτική
—, λάμβανε, λαμβανέτω, —, λαμβάνετε, λαμβανόντων (ή λαμβανέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαμβάνειν
Μετοχή
λαμβάνων, λαμβάνουσα, λαμβάνονΠαρατατικός
Οριστική
λάμβανον, ἐλάμβανες, ἐλάμβανε, ἐλαμβάνομεν, ἐλαμβάνετε, ἐλάμβανονΜέλλοντας
Οριστική
λήψομαι, λήψῃ /λήψει, λήψεται, ληψόμεθα, λήψεσθε, λήψονται
Ευκτική
ληψοίμην, λήψοιο, λήψοιτο, ληψοίμεθα, λήψοισθε, λήψοιντο
Απαρέμφατο
λήψεσθαι
Μετοχή
ληψόμενος, ληψομένη, ληψόμενον

ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
Οριστική
λαβον, ἔλαβες, ἔλαβε(ν), ἐλάβομεν, ἐλάβετε, ἔλαβον
Υποτακτική
λάβω, λάβῃς, λάβῃ, λάβωμεν, λάβητε, λάβωσι(ν)
Ευκτική
λάβοιμι, λάβοις, λάβοι, λάβοιμεν, λάβοιτε, λάβοιεν
Προστακτική
—, λαβέ, λαβέτω, —, λάβετε, λαβόντων (ή λαβέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαβεῖν
Μετοχή
λαβών, λαβοῦσα, λαβόν

Παρακείμενος
Οριστική
εληφα, εἴληφας, εἴληφε, εἰλήφαμεν, εἰλήφατε, εἰλήφασι(ν)

Υποτακτική
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ὦ
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ᾖς
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ᾖ
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ὦμεν
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἦτε
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ὦσι

Ευκτική
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός εἴην
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός εἴης
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός εἴη
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα εἴημεν (εἶμεν)
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα εἴητε (εἶτε)
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική

εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ἴσθι
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ἔστω

εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἔστε
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἔστων

Απαρέμφατο
εἰληφέναι
Μετοχή
εἰληφώς, εἰληφυῖα, εἰληφός

Υπερσυντέλικος
Οριστική
ελήφειν, εἰλήφεις, εἰλήφει, εἰλήφεμεν, εἰλήφετε, εἰλήφεσαν

Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
εληφώς- εληφυα- εληφός σομαι
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ἔσῃ (ἔσει)
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ἔσται
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἐσόμεθα
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἔσεσθε
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἔσονται

Ευκτική
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ἐσοίμην
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ἔσοιο
εἰληφώς- εἰληφυῖα- εἰληφός ἔσοιτο
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἐσοίμεθα
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἔσοισθε
εἰληφότες- εἰληφυῖαι- εἰληφότα ἔσοιντο

Απαρέμφατο
εἰληφώς ἔσεσθαι
Μετοχή
εἰληφώς ἐσόμενος
εἰληφυῖα ἐσομένη
εἰληφός ἐσόμενον

Μέση Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
λαμβάνομαι, λαμβάνῃ/λαμβάνει, λαμβάνεται, λαμβανόμεθα, λαμβάνεσθε, λαμβάνονται
Υποτακτική
λαμβάνωμαι, λαμβάνῃ, λαμβάνηται, λαμβανώμεθα, λαμβάνησθε, λαμβάνωνται
Ευκτική
λαμβανοίμην, λαμβάνοιο, λαμβάνοιτο, λαμβανοίμεθα, λαμβάνοισθε,
λαμβάνοιντο
Προστακτική
—, λαμβάνου, λαμβανέσθω, —, λαμβάνεσθε, λαμβανέσθων ή λαμβανέσθωσαν
Απαρέμφατο
λαμβάνεσθαι
Μετοχή
λαμβανόμενος
λαμβανομένη
λαμβανόμενον

Παρατατικός
Οριστική
λαμβανόμην, ἐλαμβάνου, ἐλαμβάνετο, ἐλαμβανόμεθα, ἐλαμβάνεσθε, ἐλαμβάνοντο

Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ληφθήσομαι, ληφθήσῃ/ληφθήσει, ληφθήσεται, ληφθησόμεθα, ληφθήσεσθε, ληφθήσονται
Ευκτική
ληφθησοίμην, ληφθήσοιο, ληφθήσοιτο, ληφθησοίμεθα, ληφθήσοισθε, ληφθήσοιντο
Απαρέμφατο
ληφθήσεσθαι
Μετοχή
ληφθησόμενος
ληφθησομένη
ληφθησόμενον

Αόριστος Β ́
Οριστική
λαβόμην, ἐλάβου, ἐλάβετο, ἐλαβόμεθα, ἐλάβεσθε, ἐλάβοντο
Υποτακτική
λάβωμαι, λάβῃ, λάβηται, λαβώμεθα, λάβησθε, λάβωνται
Ευκτική
λαβοίμην, λάβοιο, λάβοιτο, λαβοίμεθα, λάβοισθε, λάβοιντο
Προστακτική
—, λαβοῦ, λαβέσθω, —, λάβεσθε, λαβέσθων
Απαρέμφατο
λαβέσθαι
Μετοχή
λαβόμενος
λαβομένη
λαβόμενον

Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λήφθην, ἐλήφθης, ἐλήφθη, ἐλήφθημεν, ἐλήφθητε, ἐλήφθησαν
Υποτακτική
ληφθῶ, ληφθῇς, ληφθῇ, ληφθῶμεν, ληφθῆτε, ληφθῶσι(ν)
Ευκτική
ληφθείην, ληφθείης, ληφθείη, ληφθείημεν ή ληφθεῖμεν, ληφθείητε ή ληφθεῖτε, ληφθείησαν ή ληφθεῖεν
Προστακτική
—, λήφθητι, ληφθήτω, —, λήφθητε, ληφθέντων ή ληφθήτωσαν
Απαρέμφατο
ληφθῆναι
Μετοχή
ληφθείς
ληφθεῖσα
ληφθέν

Παρακείμενος
Οριστική
ελημμαι, εἴληψαι, εἴληπται, εἰλήμμεθα, εἴληφθε, εἰλημμένοι εἰσί(ν)

Υποτακτική
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον ὦ
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον ᾖς
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον ᾖ
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ὦμεν
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ἦτε
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ὦσι

Ευκτική
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον εἴην
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον εἴης
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον εἴη
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα εἴημεν (εἶμεν)
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα εἴητε (εἶτε)
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
—, εἴληψο, εἰλήφθω, — εἴληφθε, εἰλήφθων ή εἰλήφθωσαν

Απαρέμφατο
εἰλῆφθαι
Μετοχή
εἰλημμένος
εἰλημμένη
εἰλημμένον

Υπερσυντέλικος
ελήμμην, εἴληψο, εἴληπτο, εἰλήμμεθα, εἴληφθε, εἰλημμένοι ἦσαν

Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
ελημμένος- ελημμένη-ελημμένον σομαι
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον ἔσῃ (ἔσει)
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον ἔσται
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ἐσόμεθα
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ἔσεσθε
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ἔσονται

Ευκτική
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον ἐσοίμην
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον ἔσοιο
εἰλημμένος- εἰλημμένη-εἰλημμένον ἔσοιτο
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ἐσοίμεθα
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ἔσοισθε
εἰλημμένοι- εἰλημμέναι-εἰλημμένα ἔσοιντο

Απαρέμφατο
εἰλημμένος ἔσεσθαι

Μετοχή
εἰλημμένος ἐσόμενος
εἰλημμένη ἐσομένη
εἰλημμένον ἐσόμενον

Μπορεί να σας Αρέσουν

Αφήστε ένα σχόλιο

Your email address will not be published.

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

Ακολουθήστε μας

Με ένα Like στην σελίδα μας θα μαθαίνετε τα νέα μας ...


This will close in 0 seconds